περιγραφές και πληροφορίες για όλες τις γηγενείς, ελληνικές και διεθνείς ποικιλίες σταφυκλιών που συναντάμε στον ελληνικό αμπελώνα

Μονεμβασιά

Η λευκή ποικιλία Μονεμβασιά ήταν βασικό συστατικό του περίφημου ‘Μαλβάζιου οίνου’ κατά την αρχαιότητα. Πιστεύεται ότι προέρχεται από την περιοχή της Λακωνίας, στις Κυκλάδες όμως και ιδιαίτερα στην Πάρο, βρίσκουμε τις περισσότερες φυτεύσεις.

Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στην οινοποίηση γιατί οξειδώνεται εύκολα. Πρόκειται για ποικιλία με μέτρια οξύτητα, μέτριο σώμα, σχετικά υψηλό αλκοόλ και αρώματα εσπεριδοειδών, λευκόσαρκων φρούτων και μεταλλικότητας.

Συμμετέχει στην παραγωγή των οίνων Π.Ο.Π. Πάρου και για τα λευκά κρασιά αλλά και για τα ερυθρά μαζί με την Μανδηλαριά. Συμμετέχει επίσης στα γλυκά λευκά κρασιά Π.Ο.Π. Malvasia – Πάρος μαζί με το Ασύρτικο και στην Π.Ο.Π. Μοναμβασία – Malvasia μαζί με το Ασύρτικο, τις Ασπρούδες και την Κυδωνίτσα.

Μοσχάτο Αλεξανδρείας

Το Μοσχάτο Αλεξανδρείας είναι μια λευκή ποικιλία που ανήκει στην οικογένεια των Μοσχάτων. Καλλιεργείται σε πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο, όπως η Γαλλία, η Ισπανία, η Ιταλία και η Νότιος Αφρική. Πιθανολογείται ότι προέρχεται από την Αίγυπτο, όπως άλλωστε υποδηλώνει και το όνομα της.

Στην Ελλάδα κατακλύζει τον αμπελώνα της Λήμνου ενώ συναντάται και στην Μακεδονία. Χρησιμοποιείται για την παραγωγή, ξηρών, γλυκών αλλά και αφρωδών κρασιών.

Τα ξηρά και τα αφρώδη κρασιά από Μοσχάτο Αλεξανδρείας είναι ευχάριστα, καθημερινά κρασιά με μέτριο σώμα και έντονα αρώματα εσπεριδοειδών, βερίκοκου και λουλουδιών που πρέπει να καταναλώνονται φρέσκα για να διατηρούν την φρεσκάδα τους. Τα γλυκά κρασιά εμφανίζουν πιο ώριμα αρώματα φρούτων και μελιού και μπορούν να εξελιχθούν για κάποια χρόνια στην φιάλη.
Η ποικιλία δίνει τα λευκά κρασιά Π.Ο.Π. Λήμνος και τα λευκά γλυκά Π.Ο.Π. Μοσχάτος Λήμνου.

Μαύρο Καλαβρυτινό

Το Μαύρο Καλαβρυτινό είναι μια αυτόχθονη ερυθρή ποικιλία της περιοχής των Καλαβρύτων και γενικότερα της Ορεινής Αιγιαλείας. Πρόκειται για ποικιλία που δίνει κρασιά με μέτριο χρώμα, μέτριο επίπεδο τανινών, μέτριο σώμα, ζωηρή οξύτητα και αρώματα που θυμίζουν κόκκινα και μαύρα φρούτα, άνθη, βότανα και μπαχαρικά. Τα κρασιά από αυτή την ποικιλία φαίνεται να έχουν την δυνατότητα να εξελίσσονται για μερικά χρόνια στην φιάλη.

Το συναντάμε σε μονοποικιλιακά κρασιά αλλά και σε χαρμάνια με γηγενείς αλλά και διεθνείς ποικιλίες.

Μαύρο Μεσενικόλα

Το Μαύρο Μεσενικόλα είναι μια ποικιλία που καλλιεργείται σε μικρή έκταση στην Θεσσαλία και κυρίως στην περιοχή της Λίμνης Πλαστήρα. Πιστεύεται ότι πήρε το όνομα της από τον Ενετό αξιωματούχο Μεσιέ Νικόλα κατά την Φραγκοκρατία.

Δίνει κρασιά με σχετικά απαλό χρώμα, μέτριο σώμα, μέτριο επίπεδο τανινών και αρώματα κόκκινων και μαύρων φρούτων. Οι δυνατότητες παλαίωσης κρασιών από μαύρο Μεσενικόλα εξερευνώνται ακόμα.

Δίνει τα ερυθρά ξηρά κρασιά Π.Ο.Π. Μεσενικόλα μαζί με το Syrah και το Carignan.

Μοσχάτο Άσπρο

Το Μοσχάτο Άσπρο είναι η πιο ‘ευγενείς’ λευκή ποικιλία από την οικογένεια των Μοσχάτων. Οι ρόγες του είναι μικρές, όπως υποδηλώνει το γαλλικό του όνομα ‘Μuscat Blanc a petits grains’. Καλλιεργείται σε όλες τις οινοπαραγωγικές χώρες του κόσμου παράγοντας κυρίως γλυκά και ημίγλυκα, ημιαφρώδη κρασιά. Πρόκειται για μία από τις αρχαιότερες ποικιλίες, που πιθανότατα προέρχεται από την αρχαία Ελλάδα.

Απαντάται σε όλη σχεδόν την Ελλάδα. Κατακλύζει τον αμπελώνα της Σάμου, όπου παράγονται τα πιο φημισμένα ελληνικά κρασιά από Μοσχάτο Άσπρο, ενώ σημαντική είναι η παρουσία του στην περιοχή της Αχαΐας, της Κεφαλονιάς, της Ρόδου και της Κρήτης

Τα ξηρά κρασιά από Μοσχάτο Άσπρο είναι ευχάριστα, καθημερινά κρασιά με ελαφρύ σώμα και έντονα αρώματα εσπεριδοειδών και λουλουδιών που πρέπει να καταναλώνονται φρέσκα για να διατηρούν την φρεσκάδα τους. Τα γλυκά κρασιά, για τα οποία φημίζεται η ποικιλία εμφανίζουν μέτρια οξύτητα, έντονα αρώματα τριαντάφυλλου, φλουδών πορτοκαλιού και ροδάκινου όταν είναι νεαρά που εξελίσσονται σε αρώματα σταφίδας, αποξηραμένων λευκών φρούτων, βοτάνων και μελιού όσο παλαιώνουν. Μπορούν να παλιώσουν για πολλά χρόνια.

Το Μοσχάτο Άσπρο δίνει τα γλυκά λευκά κρασιά Π.Ο.Π. Σάμος, Π.Ο.Π. Μοσχάτος Πατρών, Π.Ο.Π. Μοσχάτος Ρίου Πατρών, Π.Ο.Π. Μοσχάτος Κεφαλληνίας και Π.Ο.Π. Μοσχάτος Ρόδου.

Μοσχοφίλερο

Το Μοσχοφίλερο καλλιεργείται ευρέως στην Πελοπόννησο και κυρίως στην περιοχή της Αρκαδίας. Αν και είναι μια ερυθρωπή ποικιλία, χρησιμοποιείται για την παραγωγή λευκών κρασιών αλλά και κάποιων ροζέ. Είναι το πιο αρωματικό από την οικογένεια των Φιλεριών στην οποία ανήκει. Ωριμάζει όψιμα, προς τα μέσα Οκτωβρίου.

Τα κρασιά από Μοσχοφίλερο εμφανίζουν σχετικά υψηλή οξύτητα, μέτριο προς ελαφρύ αλκοόλ, ελαφρύ σώμα και αρώματα εσπεριδοειδών, ροδάκινου και τριαντάφυλλου. Τα κρασιά αυτά είναι προτιμότερο να καταναλώνονται φρέσκα για να διατηρούν την φρεσκάδα τους. Λόγω της υψηλής του οξύτητας η ποικιλία χρησιμοποιείται για την παραγωγή αφρωδών οίνων, με την παραδοσιακή μέθοδο (μέθοδο της Σαμπάνιας) εμπλουτίζοντας έτσι το άρωμα του με αρώματα ζύμης. Σπάνια συναντάμε κρασιά από Μοσχοφίλερο που έχουν ζυμώσει ή ωριμάσει σε βαρέλι. Συχνά αναμιγνύεται με άλλες ποικιλίες όπως ο Ροδίτης και το Σαββατιανό προσδίδοντας ευχάριστα αρώματα, οξύτητα και φρεσκάδα.

Το Μοσχοφίλερο είναι η βασική ποικιλία από την οποία παράγονται τα λευκά κρασιά Π.Ο.Π. Μαντίνεια.

Μαυροδάφνη

Η Μαυροδάφνη είναι μια ερυθρή ποικιλία που καλλιεργείται ευρέως στην Πελοπόννησο και ιδιαίτερα στην περιοχή της Αχαΐας αλλά και στα Ιόνια Νησιά.

Το όνομα της έχει συνδεθεί με τα γλυκά ενισχυμένα κρασιά ευρείας κατανάλωσης που παράγονται στην περιοχή της Πάτρας. Παρόλα αυτά παράγονται και εξαιρετικά γλυκά κρασιά που παλαιώνουν για πολλά χρόνια σε δρύινα βαρέλια και εμφανίζουν αρώματα αποξηραμένων φρούτων, βοτάνων, καφέ, σοκολάτας ξηρών καρπών και καραμέλας.

Τα τελευταία χρόνια η ποικιλία διακρίνεται και για την παραγωγή αξιόλογων ξηρών κρασιών τόσο στην Πελοπόννησο όσο και στην Κεφαλονιά. Πρόκειται για κρασιά με βαθύ χρώμα, σχετικά υψηλό αλκοόλ, αρώματα κόκκινων και μαύρων φρούτων, δάφνης, βοτάνων αλλά και μπαχαριών με πλούσιο σώμα και δυνατότητα παλαίωσης. Εμφανίζουν πολύ καλή συνέργια με την δρυ.

Συμμετέχει στα ερυθρά γλυκά κρασιά Π.Ο.Π. Μαυροδάφνη Πατρών και Π.Ο.Π. Μαυροδάφνη Κεφαλληνίας μαζί με την ποικιλία Μαύρη Κορινθιακή. Τα καλύτερα κρασιά όμως σε αυτές τις δύο Π.Ο.Π. παράγονται από 100% Μαυροδάφνη.

Μπεγλέρι

Το Μπεγλέρι είναι μια λευκή ποικιλία που απαντάται στα νησιά του βόρειου Αιγαίου και κυρίως στην Ικαρία. Οι ρίζες της πιθανότατα βρίσκονται στην Συρία. Οι εκτάσεις της είναι περιορισμένες και τα κρασιά που παράγονται από αυτή την ποικιλία λιγοστά.

Πρόκειται για ποικιλία που δίνει ευχάριστα κρασιά με μέτρια προς υψηλή οξύτητα, μέτριο αλκοόλ, μέτριο σώμα και αρώματα εσπεριδοειδών, τροπικών φρούτων και μεταλλικότητας. Οι δυνατότητες παλαίωσης των κρασιών αυτών εξερευνώνται ακόμα.

Μαυροτράγανο

Σταφύλι Μαυροτράγανου

Σταφύλι Μαυροτράγανου

Το Μαυροτράγανο είναι ερυθρή γηγενής ποικιλία της Σαντορίνης που παίρνει το όνομα του από τις μαύρες και τραγανές ρώγες. Παραδοσιακά παρήγαγε γλυκά ερυθρά κρασιά, αλλά λόγω της ανάπτυξης του τουρισμού τα περισσότερα αμπέλια εκριζώθηκαν. Επανήλθε στο οινικό προσκήνιο, τα τελευταία 15 χρόνια και μετά απο πολλούς πειραματισμούς τόσο στο αμπέλι όσο και στο οινοποιείο, παράγονται πλέον εξαιρετικά κρασιά κερδίζοντας διθυραμβικά σχόλια από Έλληνες και ξένους επαγγελματίες. Παρόλο που καλύπτει πολύ μικρό ποσοστό του αμπελώνα του νησιού, περίπου 100 στρέμματα, αποτελεί ελπίδα για την ανάδειξη του Ελληνικού αμπελώνα, τόσο στην εγχώρια αγορά όσο και στις αγορές του εξωτερικού.

Τα κρασιά που παράγονται έχουν βαθύ χρώμα, πολύπλοκα αρώματα μαύρων φρούτων, σοκολάτας, καφέ, βοτάνων και γης, με υψηλό επίπεδο τανινών αλλά όχι επιθετικών. Αν και οι παραγωγοί εξακολουθούν να πειραματίζονται με την ποικιλία, φαίνεται ότι τα κρασιά έχουν την δυνατότητα να παλαιώνουν και να εξελίσσονται όμορφα στον χρόνο.

Η πρώτη εμφιάλωση ξηρού κρασιού ήρθε από τον Χαρίδημο Χατζηδάκη το 1997. Το 1998 ακολούθησε ένα ακόμα κρασί από το Κτήμα Σιγάλα. Η τάση αυτή συνεχίστηκε και πολλοί παραγωγοί του νησιού παράγουν κρασιά από μαυροτράγανο ενώ σιγά σιγά βγαίνει και εκτός των ορίων του νησιού, στην υπόλοιπη Ελλάδα, όπως για παράδειγμα στην Μακεδονία.

Ντεμπίνα

Η Ντεμπίνα είναι γηγενής ποικιλία της Ηπείρου και ιδιαίτερα στην περιοχή της Ζίτσας. Αγαπά τα ψυχρά και σπάνια συναντάται σε άλλες περιοχές. Αν και είναι ευοξείδωτη, ωστόσο με ιδιαίτερη φροντίδα στο οινοποιείο μπορεί να δώσει αξιόλογα κρασιά.

Δίνει κρασιά με σχετικά χαμηλό αλκοόλ, δροσερή οξύτητα με αρώματα μήλου, αχλαδιού και εσπεριδοειδών που είναι προτιμότερο να καταναλώνονται φρέσκα. Είναι η ποικιλία που δίνει τα λευκά ξηρά αλλά και αφρώδη κρασιά Π.Ο.Π. Ζίτσα.